Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ονομαστική εορτή

  • 1 εορτή

    η праздник, торжество, празднество;

    ονομαστική εορτή — именины;

    εθνική εορτή — национальный праздник;

    § κατόπιν εορτης — слишком поздно;

    έρχομαι κατόπιν εορτής — приходить X шапочному разбору

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > εορτή

  • 2 ονομαστικός

    η, ό[ν]
    1) именной; поимённый; 2) личный, персональный;

    ονομαστική πρόσκληση — персональное приглашение;

    3) номинальный;

    τό ονομαστικό μεροκάματο — номинальная заработная плата;

    ονομαστική αξία — номинальная стоимость;

    § ονομαστική εορτή — именины

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ονομαστικός

  • 3 ονομαστικός

    ονομαστικός, -ή, -ό
    именной;
    ΦΡ.
    ονομαστική εορτή η — именины, день ангела

    Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > ονομαστικός

  • 4 επί

    (επ;
    εφ') ηρόθ. I με γεν., αιτιατ.,δοτ. 1) (при обознач, места, протяжённости, пространства) на, в, по:

    (γεν.) επί της γης — на земле;

    επί της οδρύ — на улице;

    επί της τραπέζης — на столе;

    επ' ώμου на плече;
    εφ' αμάξης в экипаже;

    επί τόπου — на месте;

    επί ακροατηρίου — перед аудиторией; — открыто, публично;

    κείται επί τού, Σαρωνικού — расположен на берегу Саронического залива;

    (αιτιατ.) επί πάσαν την γήν — по всей земле;

    επί τριάντα χιλιόμετρα — на тридцать километров;

    2) (при обознач, времени):

    (γεν.) επί τού παρόντος — в данный момент;

    επ' εσχατων недавно;
    εφ' όρου ζωής на всю жизнь, до конца жизни;

    επί Τουρκοκρατίας — во время турецкого (владычества;

    επί 'Αλεξάνδρου τού Μακεδόνας — при Александре Македонском;

    επί σοβιετικής εξουσίας — при советской власти;

    (αϊτιατ.) η βροχή διήρκεσεν επί δύο ημέρας — дождь продолжался в 'течение двух дней;

    επί δέκα έτη (ώρες) — в течение десяти лет (часов);

    επ' ολίγας ημέρας в течение нескольких дней;

    σε ανέμενον επί μακρόν (βραχύ) — я ждал тебя долго (недолго);

    επ' άπειρον до бесконечности;
    3) (в отношении, что касается):

    (γεν.) επί τού θέματος — на тему;

    επί της 4ούσίας τού ζητήματος — по существу вопроса;

    επί του προκειμένου — по этому делу;

    επί κάλου (κακού) — в хорошем (плохом) смысле;

    (αιτιατ). το επ' εμέ что касается, меня;

    ως επί το πλείστον, ως επί το πολύ — по большей чости, главным образом, обыкновенно, обычно;

    (δοτ.) φημίζομαι επί ευφυΐα — славиться остроумием;

    εξέχω επί αρετή (εντιμότητι) — отличиться добротой (честностью);

    διαπρέπω επί ανδρεία — отличаться мужеством;

    II με γεν., δοτ.
    1) (при обознач, главенства, руководства, власти):

    (γεν.) επί κεφαλής — во главе;

    ο επί κεφαλής — глава;

    ο επί της Δικαιοσύνης υπουργός — министр юстиции;

    ο επί των φόρων υπάλληλος — налоговый агент;

    ο επί των τελετών — церемонимейстер;

    (*οτ.) το επ' εμοί насколько это в моей власти, насколько это зависит от меня;
    2) (при обознач, прибавки, добавления):

    (*οτ.) επί τούτοις — кроме того, сверх того;

    επί πάσιν — особенно, больше всего, главным образом;

    III με γεν. (при'обознач, распределения, соразмерности, пропорции):

    επί πεντήκοντα εγχειρήσεων εσημειώθησαν δύο μόνον θάνατοι — на пятьдесят операций (зарегистрировано) только два смертных случая;

    παράταξις επί δύο ζυγών — двухшеренговый строй;

    § επί ξυρού ακμής — в критическом положении;

    επί τέλους — наконец;

    επί ταοτού — нарочно, преднамеренно;

    IV με αϊτιατ.
    1) (при обознач, направления, цели):

    επί δεξιά — направо;

    επ' αριστερά налево;

    επί σκοπόν — по цели;

    βαδίζω επί τα ίχνη — ходить по пятам;

    ευρίσκομαι επί τα ίχνη — напасть на след;

    η κατάστασις τού ασθενούς βαίνει επί τα βελτίω (επί τα χείρω) — состояние больного улучшается (ухудшается);

    2) (при обознач, степени):
    επ' ελάχιστον в наименьшей степени;

    επί τοσούτον ώστε... — до такой степени, что...;

    3) (при умножении):

    τρία επί τρία ίσον εννέα — три умноженное на три равняется девяти;

    V με δοτ.
    1) (при обознач, повода, обстоятельства):

    επί' τη ονομαστική σου εορτή — по случаю твоих именин;

    επ' ευκαιρία της αναχωρήσεως μου по случаю моего отъезда;
    επ' ευκαιρία των εορτών по случаю праздников;

    κατηγορείται επί φόνω — обвиняется в убийстве;

    2) (при обознач, цели):

    επί τω σκοπώ — с целью;

    επί τούτω — для этого;

    επί τη προφάσει ότι... — под предлогом того, что...;

    επ' ωφελεία в пользу;

    επί αγαθώ — на благо;

    επί ζημία — в ущерб;

    επί κακώ — назло;

    3) (в отношении родства):
    γαμβρός επ' αδελφή зять (муж сестры);

    γαμβρός επί θυγατρί — зять (муж дочери);

    4) (при обознач, условия, образа действия):

    επί τώ όρω — при условии;

    επί τόκου — под проценты;

    επ' αμοιβή за вознаграждение;

    επί μισθώ — за плату;

    επί αποδείξει — под расписку;

    επ' ενεχύρω под залог;

    επί ισοις όροις — на равных условиях;

    επί τω λόγω της τιμής μου — честное слово;

    επ' ονόματί μου на моё имя;

    άλμα επί κοντώ — прыжок с шестом;

    επί λέξει — слово в слово; — буквально;

    επ' αυτοφώρω с поличным;

    επί εγγυήσει — на поруки;

    § επί ποινή θανάτου — под стрёхом смертной казни;

    επί παρουσία μαρτύρων — в присутствии свидетелей;

    VI (в наречных выражениях):

    επί πολύ — долгое время;

    επ' ολίγον короткое время;

    επί πλέον — кроме того, к тому же, вдобавок;

    επί μάλλον και μάλλον — всё больше и больше

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > επί

См. также в других словарях:

  • εορτή — και γιορτή, η (AM ἑορτή) 1. πανηγυρισμός που γίνεται με την ευκαιρία δημόσιου ή ιδιωτικού γεγονότος 2. η ημέρα κατά την οποία η εκκλησία γιορτάζει τη μνήμη τών αγίων ή σημαντικών θρησκευτικών γεγονότων 3. γιορταστική συγκέντρωση, πανηγύρι 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • ονομαστικός — ή, ό (ΑΜ ὀνομαστικός, ή, όν) [ονομαστός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο όνομα («ονομαστική εορτή») 2. το θηλ. ως ουσ. η ονομαστική γραμμ. η πρώτη και βασική πτώση τών κλιτών μερών τού λόγου η οποία λέγεται έτσι επειδή από αυτήν ονομάζονται… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • εορτάζω — και γιορτάζω (AM ἑορτάζω) 1. τιμώ, διοργανώνω εορταστικές εκδηλώσεις 2. (για ναό, προσκύνημα κ.λπ.) έχω πανηγύρι, διοργανώνεται επίσημη εορτή νεοελλ. (σε συγκεκριμένη ημερομηνία) έχω την ονομαστική μου εορτή. [ΕΤΥΜΟΛ. < εορτή + επίθημα άζω… …   Dictionary of Greek

  • αχαιρέτιστος — η, ο 1. εκείνος στον οποίο δεν απευθύνει κάποιος χαιρετισμό 2. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί να χαιρετίσει κάποιος, αυτός που δεν θέλει να τον χαιρετούν 3. αυτός τον οποίο δεν επισκέφθηκαν στην ονομαστική του εορτή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»